Παρόλο που οι δύο χώρες είναι σε πολλά σημεία διαφορετικές, το πολιτικό ρεύμα στις ΗΠΑ σήμερα παρουσιάζει κάποιες έντονες ομοιότητες με αυτό στην Ουκρανία πριν από 15 χρόνια.
Από τον Andreas Umland*
Από πολλές απόψεις, οι ΗΠΑ και η Ουκρανία δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο: ενώ οι ΗΠΑ είναι μια σχετικά παλιά και ομοσπονδιακή δημοκρατία με μεγάλο πληθυσμό και οικονομία, η Ουκρανία είναι μια νεαρή ενιαία δημοκρατία της οποίας ο πληθυσμός και η οικονομία είναι μόνο ένα κλάσμα του πληθυσμού και της οικονομίας των ΗΠΑ. Το ουκρανικό κομματικό σύστημα είναι εξαιρετικά ασταθές, ενώ το αντίστοιχο των ΗΠΑ αποτελείται από δύο μεγάλα κόμματα που κυριαρχούν στην πολιτική για περισσότερα από 150 χρόνια. Θα μπορούσαν να απαριθμηθούν πολλές άλλες διαφορές.
Παρά τις διαφορές αυτές, οι ΗΠΑ του 2025, υπό τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, και η Ουκρανία του 2010, υπό τον τότε νεοεκλεγέντα πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, παρουσιάζουν ομοιότητες με διάφορους εντυπωσιακούς τρόπους. Πριν από εννέα χρόνια, η πολιτική των ΗΠΑ και της Ουκρανίας συνδέθηκαν περίεργα μέσω της διαβόητης πολιτικής φιγούρας του Πολ Μάναφορτ.
Ο Μάναφορτ, ικανός υποστηρικτής και χειριστής αυταρχικών ηγετών σε όλο τον κόσμο, ήταν σημαντικός παράγοντας στο Κίεβο την περίοδο 2004-10 και έξι χρόνια αργότερα βρέθηκε στο προσκήνιο της Ουάσινγκτον. Έπαιξε ρόλο στην άνοδο και των δύο αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων – του Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία και του Τραμπ στις ΗΠΑ. Οι εμπλοκές του Μάναφορτ με τον Γιανουκόβιτς (επί σειρά ετών) και τον Τραμπ (επί σειρά μηνών) προηγήθηκαν των θεαματικών νικών τους στις προεδρικές εκλογές του 2010 και του 2016 αντίστοιχα.
Επιπλέον, οι πολιτικές εξελίξεις του Γιανουκόβιτς και του Τραμπ έχουν επίσης γίνει παρόμοιες, καθώς και οι δύο έχουν λάβει υποστήριξη από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια κρίσιμων προεκλογικών εκστρατειών. Σίγουρα, η εμπλοκή της Μόσχας τόσο στην ουκρανική όσο και στην αμερικανική προεκλογική πολιτική είδε διαφορετικά επίπεδα έντασης και αποτελεσμάτων. Στην Ουκρανία, το Κρεμλίνο συμμετείχε πάντοτε καθοριστικά στις εσωτερικές υποθέσεις μέχρι το 2014 και η Μόσχα χρησιμοποίησε πλήθος μυστικών αλλά και λιγότερο μυστικών πρακτόρων και μέσων. Παρ’ όλα αυτά, η συνεχής υπονόμευση του πολιτεύματος της Ουκρανίας από το Κρεμλίνο δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει τη νίκη του φιλορώσου Γιανουκόβιτς στις προεδρικές εκλογές του 2004, στη διεξαγωγή των οποίων η Μόσχα είχε βαθιά εμπλακεί.
Στις ΗΠΑ, αντίθετα, ήταν η προεδρική υποψηφιότητα του Τραμπ το 2015-16 και η δημόσια έκκλησή του προς τη Ρωσία «να βρει τα 30.000 email [της Δημοκρατικής ανταγωνίστριάς του Χίλαρι Κλίντον] που λείπουν» που παρακίνησε το Κρεμλίνο να παρέμβει στην αναμέτρηση μεταξύ Τραμπ και Κλίντον. Ενώ το Κρεμλίνο παρενέβη άμεσα και ανοιχτά στις ουκρανικές εσωτερικές υποθέσεις, η εμπλοκή της Μόσχας με τον Τραμπ ήταν πιο μυστική και έμμεση. Δεν ισοδυναμούσε -απ’ όσο γνωρίζουμε- με μια ολοκληρωμένη πολιτική σύμπραξη μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και του Κρεμλίνου, σε αντίθεση με τις πολλές περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ της Μόσχας και φιλορώσων ουκρανών πολιτικών.
Παρ’ όλα αυτά, η ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας στην προεκλογική εκστρατεία του 2016 στις ΗΠΑ ήταν μαζική, όπως τεκμηριώνεται στην πεντάτομη έκθεση της Ειδικής Επιτροπής της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις ρωσικές εκστρατείες ενεργών μέτρων και την ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές του 2016, η οποία δημοσιεύθηκε το 2019-2020. Αν οι δραστηριότητες της Ρωσίας του 2016 άλλαξαν το στενό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς ή όχι, και αν ο Τραμπ οφείλει έτσι την πολιτική του άνοδο στη Μόσχα, δεν θα το μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η προεκλογική εκστρατεία του 2016 στις ΗΠΑ θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά χωρίς τη ρωσική εμπλοκή. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί για ολόκληρη την ιστορία της εγχώριας ουκρανικής πολιτικής μέχρι το 2022.
Ενδιαφέρουσες συγκλίσεις μεταξύ Γιανουκόβιτς και Τραμπ
Οι βιογραφίες του Γιανουκόβιτς και του Τραμπ αποκαλύπτουν παρόμοια μοτίβα. Οι προσεγγίσεις και των δύο ανδρών στην πολιτική είναι συναλλακτικές, κυνικές, πατριαρχικές και δεν επιβαρύνονται από τους περιορισμούς των αξιών, των κανόνων και της ιδεολογίας. Όταν εξελέγησαν πρόεδροι το 2010 και το 2016 αντίστοιχα, ο Γιανουκόβιτς και ο Τραμπ ήταν και οι δύο καταδικασμένοι κακοποιοί, των οποίων οι γνωστές παραβάσεις του νόμου δεν εμπόδισαν -όπως θα συνέβαινε στις περισσότερες άλλες δημοκρατίες- την υποψηφιότητα για αρχηγοί κρατών, από τις πολιτικές τους οργανώσεις, δηλαδή το Κόμμα των Περιφερειών της Ουκρανίας και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένοι παραλληλισμοί στους τρόπους με τους οποίους ο Γιανουκόβιτς και ο Τραμπ προσπάθησαν να αποκτήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία.
Το 2004, όντας τότε πρωθυπουργός της Ουκρανίας, ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε να γίνει πρόεδρος μέσω μεγάλης κλίμακας εκλογικής απάτης στον δεύτερο γύρο των τέταρτων προεδρικών εκλογών της Ουκρανίας από το 1991. Αυτή η απόπειρα παράνομης κατάληψης της εξουσίας αποτράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας, το οποίο κήρυξε τα αποτελέσματα των εκλογών άκυρα και διέταξε επανάληψη της ψηφοφορίας – την οποία ο Γιανουκόβιτς έχασε όπως ήταν αναμενόμενο. Στις αρχές του 2021, ως απερχόμενος 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τραμπ προσπάθησε να ανατρέψει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020, υποκινώντας, μεταξύ άλλων, έναν όχλο να εισβάλει στο κτίριο του Καπιτωλίου της Ουάσινγκτον και να εμποδίσει το Κογκρέσο να επισημοποιήσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν. Αυτή η απόπειρα πραξικοπήματος αποτράπηκε από την αστυνομία της Ουάσινγκτον και το Κογκρέσο, το οποίο προχώρησε στην επικύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια, η Μόσχα υποστήριξε δημοσίως τον Γιανουκόβιτς και τον Τραμπ στη μη αναγνώριση των εκλογικών ηττών τους το 2004 και το 2020.
Την άνοιξη του 2010, ο πρώην πρωθυπουργός Γιανουκόβιτς κέρδισε τελικά τις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία έναντι μιας εν ενεργεία γυναίκας πρωθυπουργού με λιγότερο από το 50% των ψήφων. Ενώ ο Γιανουκόβιτς έλαβε 49,3%, η Γιούλια Τιμοσένκο συγκέντρωσε 46,0%. Δεκατέσσερα και μισό χρόνια αργότερα, ο Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ έναντι μιας εν ενεργεία γυναίκας αντιπροέδρου, επίσης με λιγότερο από το 50% των ψήφων. Ενώ ο Τραμπ έλαβε 49,8% των λαϊκών ψήφων, η Καμάλα Χάρις συγκέντρωσε 48,3%.
Τόσο οι νίκες του Γιανουκόβιτς όσο και του Τραμπ το 2010 και το 2024, σε αυτές τις χρονικές στιγμές, βοηθήθηκαν λιγότερο από τον Μάναφορτ ή/και τη Ρωσία. Αντιθέτως, ήταν και οι δύο κυρίως αποτέλεσμα της ανικανότητας των Ουκρανών και των Αμερικανών δημοκρατικών εκλογικών στρατηγικών και υπεύθυνων για την προεκλογική εκστρατεία. Αυτές οι δύο βαρυσήμαντες εκλογικές αναμετρήσεις θα μπορούσαν αναμφισβήτητα να είχαν κερδηθεί από τις δύο δημοκρατικές υποψήφιες, αν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι και διαχειριστές είχαν συμπεριφερθεί πιο συνεργατικά.
Ειδικότερα, οι δύο εν ενεργεία πρόεδροι, ο Βίκτορ Γιούσενκο της Ουκρανίας και ο Τζο Μπάιντεν των ΗΠΑ, δεν βοήθησαν επαρκώς την Τιμοσένκο και την Χάρις ώστε να κερδίσουν τις αντίστοιχες αναμετρήσεις. Ο Γιούσενκο αρνήθηκε να υποστηρίξει την Τιμοσένκο στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2010 στην Ουκρανία, ενώ ο Μπάιντεν απέσυρε πολύ αργά την υποψηφιότητά του από την προεδρική κούρσα των ΗΠΑ το 2024. Ο Γιούσενκο και ο Μπάιντεν έγιναν έτσι εν μέρει συνένοχοι για τους μοιραίους εκλογικούς θριάμβους των αντιδημοκρατών Γιανουκόβιτς και Τραμπ.
Οι μεγαλύτερες ομοιότητες μεταξύ Γιανουκόβιτς και Τραμπ είναι, ωστόσο, οι στενοί δεσμοί τους με ορισμένους από τους πλουσιότερους μεγιστάνες των χωρών τους, καθώς και η ετοιμότητα και των δύο ανδρών να διαταράξουν τις εσωτερικές τάξεις και τις εξωτερικές σχέσεις των χωρών τους. Ο Γιανουκόβιτς το 2010 και ο Τραμπ το 2024 είχαν τόσο την ανοιχτή όσο και τη φανερή υποστήριξη των πλουσιότερων ανδρών των χωρών τους, του Ρινάτ Αχμέτοφ και του Έλον Μασκ, αντίστοιχα, καθώς και πολλών άλλων πάμπλουτων ολιγαρχών.
Την περίοδο 2010-2013, ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε να αναδημιουργήσει την ουκρανική πλουτοκρατία που είχε αναδυθεί τη δεκαετία του 1990, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντίθετα, ο Τραμπ ασχολείται σήμερα με την εγκατάσταση ενός τύπου απομονωτικής ολιγαρχίας που φαίνεται να είναι εντελώς πρωτόγνωρη για τις σύγχρονες ΗΠΑ (ή, κατά κάποιον τρόπο, να τις πηγαίνει πίσω στον 19ο αιώνα).
Την περίοδο 2010-2013, ο Γιανουκόβιτς υπονόμευσε τη νεόκοπη δημοκρατία της Ουκρανίας, τη δυτική ενσωμάτωση και τη χειραφέτηση από τη ρωσική κηδεμονία με μια σειρά πολιτικών ανατροπών. Μεταξύ άλλων, δρομολόγησε, το 2010, την αλλαγή του Συντάγματος προς όφελός του και διέγραψε τον στόχο της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ από τον νόμο για τα θεμέλια της εθνικής ασφάλειας. Στα τέλη του 2013, αρνήθηκε να υπογράψει μια ήδη δρομολογημένη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ.
Όπως είναι γνωστό, αυτή η καθυστέρηση της τελευταίας στιγμής για την έναρξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης της Ουκρανίας προκάλεσε μια διαμαρτυρία στην πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου που έγινε γνωστή ως «Euromaidan» (ευρωπαϊκή πλατεία). Ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε να καταστείλει βίαια αυτή τη δυσαρέσκεια και έτσι μετέτρεψε την, αρχικά, μικρής κλίμακας διαμαρτυρία σε μια εξέγερση σε ολόκληρη τη χώρα, με εκατομμύρια συμμετέχοντες. Το Euromaidan εξελίχθηκε σε αιματηρή αντιπαράθεση και τελικά στην ιστορική Επανάσταση της Αξιοπρέπειας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή του Γιανουκόβιτς από το Κίεβο, την απομάκρυνσή του από τη θέση του προέδρου από το κοινοβούλιο της Ουκρανίας, την αποκατάσταση του Συντάγματος που τροποποιήθηκε επί Γιανουκόβιτς και την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κατοχή της Κριμαίας από τη Ρωσία και ο πόλεμος κατά της Ουκρανίας είχαν ήδη ξεκινήσει στις 20 Φεβρουαρίου 2014. Η στρατιωτική επίθεση της Μόσχας κατά της Ουκρανίας, με τακτικές ρωσικές δυνάμεις, ξεκίνησε επομένως πριν συμβούν όλα τα τελευταία γεγονότα και όχι, όπως πιστεύεται ευρέως, ως αντίδραση σε αυτά.
Πώς μπορεί να εξελιχθεί η προεδρία του Τραμπ
Αυτό που συμβαίνει σήμερα και μπορεί να συμβεί σύντομα υπό την προεδρία του Τραμπ στις ΗΠΑ διαφέρει από την πορεία εξέλιξης της Ουκρανίας υπό τον Γιανουκόβιτς. Καθώς τα πολιτεύματα και οι κοινωνίες των ΗΠΑ και της Ουκρανίας είναι ανόμοια, οι διαφορές αυτές δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη. Ωστόσο, σε ένα αφηρημένο επίπεδο, ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ επιχειρεί σήμερα να αλλάξει την κατεύθυνση των αμερικανικών εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων με τρόπο παρόμοιο με αυτό που προσπάθησε να κάνει ο τέταρτος πρόεδρος της Ουκρανίας στη χώρα του το 2010-13. Υπό τον Τραμπ, οι πολιτικοί θεσμοί και οι διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ, όπως φαίνεται, βιώνουν επί του παρόντος μεταβάσεις των οποίων το βάθος συναγωνίζεται όλο και περισσότερο εκείνο της ανακατεύθυνσης της Ουκρανίας υπό τον Γιανουκόβιτς.
Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, που γίνεται όλο και πιο έντονο κάθε εβδομάδα που περνά, είναι αν το φινάλε της προεδρίας του Τραμπ μπορεί τελικά να μοιάζει με εκείνο του Γιανουκόβιτς. Σίγουρα, μια πλήρης παραπομπή του Τραμπ που θα ήταν αντίστοιχη με την απομάκρυνση του Γιανουκόβιτς από το αξίωμα του προέδρου της Ουκρανίας από το ουκρανικό κοινοβούλιο στα τέλη Φεβρουαρίου του 2014 θα έχει πολιτικά διαφορετικό αποτέλεσμα.
Ο Τραμπ θα αντικατασταθεί απλώς από τον αντιπρόεδρο J.D. Vance, ο οποίος είναι ιδεολογικά κοντά στον Τραμπ. Αντίθετα, ο Γιανουκόβιτς αντικαταστάθηκε, για τρεις μήνες, από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Ολεξάντρ Τουρτσίνοφ, ο οποίος ήταν αντίθετος με τον Γιανουκόβιτς. Ο Τουρτσίνοφ έγινε προσωρινός πρόεδρος της Ουκρανίας μέχρι να αναλάβει καθήκοντα ο νεοεκλεγείς κανονικός πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο, επίσης πολιτικός που είχε αντιταχθεί στον Γιανουκόβιτς, τον Ιούνιο του 2014.
Παρόλες αυτές και πολλές άλλες διαφορές, η μελλοντική πορεία των πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ θα μπορούσε να μοιάζει με εκείνη της Ουκρανίας την περίοδο 2010-14. Οι ολοένα και πιο αντιδημοκρατικές, διαλυτικές, πλουτοκρατικές ή/και αυταρχικές, καθώς και οι εν τέλει αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μαζικές διαδηλώσεις που θυμίζουν την εξέγερση της Ουκρανίας κατά των πολιτικών και της συμπεριφοράς του Γιανουκόβιτς, στα τέλη του 2013. Σε ένα χειρότερο σενάριο, η αντιπαράθεση μεταξύ της διοίκησης Τραμπ και ενός κινήματος διαμαρτυρίας σε ολόκληρη τη χώρα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε βίαιη και να οδηγήσει σε συγκρούσεις εξίσου άσχημες, χειρότερες ή και πολύ χειρότερες, από εκείνες της Ουκρανίας, στις αρχές του 2014.
Οι διεθνείς επιπτώσεις μιας τέτοιας εσωτερικής κλιμάκωσης στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τα τραγικά επακόλουθα της εσωτερικής αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας πριν από 11 χρόνια. Με βάση τα προηγουμένως προετοιμασμένα σχέδια, το Κρεμλίνο τον Φεβρουάριο του 2014 εκμεταλλεύτηκε γρήγορα τη μειωμένη ικανότητα του Κιέβου να αντιδράσει στη ρωσική στρατιωτική επέκταση. Όταν η Ρωσία προσάρτησε την ουκρανική χερσόνησο της Κριμαίας στη Μαύρη Θάλασσα τον Μάρτιο του 2014, ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Τζέικομπ Χάουτερ, έναν δι’ αντιπροσώπων διακρατικό πόλεμο στην ηπειρωτική Ανατολική Ουκρανία, τον Απρίλιο του 2014.
Όντας η πιο ισχυρή στρατιωτική υπερδύναμη στον κόσμο, οι ΗΠΑ δεν έχουν να φοβηθούν την ξένη εισβολή, κατοχή και προσάρτηση από μια ξένη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι ΗΠΑ δεν θα διαλυθούν. Ωστόσο, οι μαζικές διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ, όπως αυτές στην Ουκρανία στα τέλη του 2013 και η κλιμάκωσή τους όπως στις αρχές του 2014, θα είχαν επιπτώσεις πολύ πέρα από τις ΗΠΑ. Εάν συνεχιστεί η τρέχουσα διατάραξη των πολιτικών θεσμών, των οικονομικών σχέσεων και των εξωτερικών δεσμών από την κυβέρνηση Τραμπ, η αμερικανική κοινωνία των πολιτών μπορεί αργά ή γρήγορα να αντιδράσει, κατά κάποιο τρόπο, παρόμοια με εκείνη της Ουκρανίας το 2013.
Το αν αυτό θα οδηγήσει επίσης σε βαθιές αλλαγές στο εσωτερικό της αμερικανικής κυβέρνησης, του συντάγματος και των εξωτερικών υποθέσεων, όπως συνέβη στην Ουκρανία το 2014, μένει να το δούμε. Οι εσωτερικές αναταραχές στις ΗΠΑ, ακόμη και αν είναι ταραχώδεις και βίαιες, δεν θα τις καταστήσουν τόσο ευάλωτες όσο έγινε η Ουκρανία στις αρχές του 2014. Αυτό που ωστόσο φαίνεται βέβαιο είναι ότι η εσωτερική αποσταθεροποίηση στις ΗΠΑ θα έχει εκτεταμένες διεθνείς επιπτώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν τελικά να είναι ακόμη πιο τραγικές από εκείνες της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας στην Ουκρανία πριν από έντεκα χρόνια.
* Ο Δρ Andreas Umland είναι αναλυτής στο Κέντρο Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών Στοκχόλμης του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων στη Στοκχόλμη και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας Κιέβου-Μογίλα. Είναι επίσης εκδότης της σειράς ακαδημαϊκών βιβλίων «Soviet and Post-Soviet Politics and Society» και συντονιστής της μη μυθοπλαστικής σειράς «Ukrainian Voices», οι οποίες διανέμονται από την Columbia University Press.