Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας (σημερινή Ιζνίκ, Τουρκία) από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄ τον Μέγα, με σκοπό την αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρείου και την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας.
Ιστορικό Πλαίσιο
Η Εκκλησία στις αρχές του 4ου αιώνα είχε μόλις βγει από μια μακρά περίοδο διωγμών, κυρίως επί Διοκλητιανού (τέλη 3ου αι.). Ο Κωνσταντίνος, μετά τη νίκη του στη Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας (312 μ.Χ.), εξέδωσε το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), με το οποίο αναγνώρισε την ανεξιθρησκία και έδωσε στην Εκκλησία ελευθερία δράσης και έκφρασης.
Ωστόσο, η ελευθερία αυτή έφερε στην επιφάνεια δογματικές διαφορές που υπέβοσκαν ήδη από τον 3ο αιώνα. Η κυριότερη από αυτές ήταν η αρειανική διαμάχη, που απειλούσε να διασπάσει την Εκκλησία.
Η Αίρεση του Αρείου
Ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, υποστήριζε πως ο Υιός (ο Χριστός) δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, αλλά κτίσμα, δημιουργημένος από τον Θεό και ανώτερος από κάθε άλλο δημιούργημα, όμως κατώτερος από τον Πατέρα. Σύμφωνα με τον Άρειο:
«Ὅτε οὐκ ἦν, ὁ Υἱὸς ἦν οὐκ ὤν»
δηλαδή: «υπήρξε κάποτε που ο Υιός δεν υπήρχε».
Αυτό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, καθώς αντίκειτο στην πίστη της Εκκλησίας περί της θεότητας του Χριστού. Η διδασκαλία αυτή θεωρήθηκε επικίνδυνη και αποδομητική για τη σωτηριολογία και τη θεολογία της Εκκλησίας.
Σύγκληση της Συνόδου
Ο Κωνσταντίνος, θέλοντας να διαφυλάξει την ενότητα της Αυτοκρατορίας, θεώρησε απαραίτητο να επιλυθεί το θεολογικό αυτό ζήτημα. Έτσι, συγκαλεί τη Σύνοδο το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, προσκαλώντας επισκόπους από όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Συμμετείχαν περίπου 318 επίσκοποι, κυρίως από την Ανατολή, αλλά και μερικοί από τη Δύση. Παρόντες ήταν σπουδαίοι εκκλησιαστικοί πατέρες όπως:
- Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (τότε διάκονος),
- Αλέξανδρος Αλεξανδρείας,
- Ευσέβιος Καισαρείας,
- Ευσέβιος Νικομηδείας (αρειανίζων),
και άλλοι.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος συμμετείχε ενεργά, χωρίς όμως να επιβάλει αποφάσεις· τόνιζε την ανάγκη ομόνοιας και ενότητας.
Οι Αποφάσεις της Συνόδου
- Καταδίκη του Αρείου
Η Σύνοδος απέρριψε τις διδασκαλίες του Αρείου ως αιρετικές και καταδίκασε τον Αρειανισμό. Ο Άρειος και οι υποστηρικτές του εξορίστηκαν.
- Καθορισμός του όρου “Ομοούσιος”
Η Σύνοδος υιοθέτησε τον όρο “ὁμοούσιος” (consubstantial – της αυτής ουσίας) για να εκφράσει τη θεϊκή φύση του Υιού:
“ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος τῷ Πατρί”
δηλαδή ότι έχει την ίδια ουσία με τον Θεό Πατέρα.
- Το Σύμβολο της Πίστεως
Συντάχθηκε το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, ο πρόδρομος του σημερινού “Πιστεύω”, που οριστικοποιήθηκε αργότερα στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.). Περιλάμβανε πίστη στον Πατέρα και στον Υιό, υπογραμμίζοντας την θεότητά Του.
- Κανονιστικά Ζητήματα
Η Σύνοδος εξέδωσε 20 κανόνες που ρύθμιζαν θέματα πειθαρχίας και εκκλησιαστικής διοίκησης. Μεταξύ άλλων:
- Απαγόρευση μεταθέσεως κληρικών χωρίς άδεια,
- Κανονισμοί για τον εορτασμό του Πάσχα (αποφασίστηκε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, ανεξάρτητα από το εβραϊκό Πάσχα),
- Θέματα νηστείας, επιστροφής αιρετικών κ.λπ.
Σημασία και Επιπτώσεις
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Εκκλησίας για πολλούς λόγους:
- Θεμελίωσε τη θεολογία περί Τριάδας.
- Καθόρισε την έννοια της αιρέσεως και το ρόλο των Οικουμενικών Συνόδων στην αντιμετώπισή της.
- Ενίσχυσε τη συνεργασία Εκκλησίας και Κράτους.
- Άνοιξε τον δρόμο για μια συστηματική δογματική διατύπωση της χριστιανικής πίστης.
Παρά την καταδίκη του, ο Αρειανισμός συνέχισε να προκαλεί διχασμούς, ιδιαίτερα επί των διαδόχων του Κωνσταντίνου, μέχρι την τελική του απόρριψη στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.).
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη απόπειρα δογματικής ενοποίησης της Εκκλησίας και υπήρξε καθοριστική για την ορθόδοξη διαμόρφωση της χριστιανικής πίστης. Η καταδίκη του Αρείου και η θεμελίωση του όρου “ομοούσιος” αποτέλεσαν το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η χριστολογία της Εκκλησίας. Με την Α΄ Σύνοδο, ξεκίνησε η μακρά πορεία των Οικουμενικών Συνόδων, που θα συνεχίσουν να απαντούν στα μεγάλα θεολογικά και εκκλησιολογικά ερωτήματα των αιώνων.
Ωραία! Ακολουθεί μια αναλυτική παρουσίαση των σημείων διαφωνίας με τον Αρειανισμό και στο τέλος το παράρτημα με τους 20 κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Αναλυτικά: Η Αντιπαράθεση με τον Αρειανισμό
Η κύρια διαμάχη μεταξύ Ορθοδοξίας και Αρειανισμού αφορούσε τη θεότητα του Χριστού και τη σχέση Του με τον Πατέρα. Παρακάτω παρουσιάζονται τα βασικά σημεία της σύγκρουσης:
- Η Φύση του Υιού
- Ο Αρειανισμός δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα, δηλαδή δημιούργημα του Θεού Πατέρα. Είχε αρχή, και κάποτε δεν υπήρχε.
- Η Ορθόδοξη Πίστη, όπως διατυπώθηκε στη Σύνοδο, υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι αιώνιος, άναρχος, ομοούσιος με τον Πατέρα, και γεννητός, όχι δημιουργητός. Δηλαδή, προέρχεται από τον Πατέρα «πριν πάντων των αιώνων» με τρόπο μυστικό, όχι χρονικό.
- Η Σωτηριολογία
- Αν ο Χριστός είναι μόνο κτίσμα, τότε δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Η σωτηρία απαιτεί ένωση με τον Θεό, όχι με κάποιο δημιούργημα.
- Η Εκκλησία τόνισε το γνωστό απόφθεγμα του Αθανασίου:
«Ὃ γὰρ μὴ προσέλαβεν, οὐκ ἐθεράπευσεν»
δηλαδή: «Ό,τι δεν προσέλαβε (ο Χριστός), δεν το θεράπευσε».
- Η Τριαδολογία
- Ο Άρειος δεν δεχόταν ουσιαστική ισότητα Υιού και Πατρός, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται και η έννοια της Αγίας Τριάδας.
- Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκει ότι υπάρχει μία ουσία και τρία πρόσωπα (Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα), χωρίς ιεραρχία αξίας ή δύναμης.
- Η Γλώσσα του Όρου «Ομοούσιος»
- Ο όρος ομοούσιος προκάλεσε αντιδράσεις διότι δεν περιέχεται αυτούσιος στη Γραφή. Ωστόσο, επιλέχθηκε για να διατυπώσει με απόλυτη σαφήνεια ότι ο Υιός είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα.
- Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ο Υιός είναι ετερούσιος (άλλης ουσίας) ή στην καλύτερη περίπτωση ομοιούσιος (παρόμοιας ουσίας), κάτι που η Σύνοδος απέρριψε.
Οι 20 Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
Οι κανόνες αυτοί αφορούσαν κυρίως εκκλησιαστική πειθαρχία και λειτουργική πρακτική, και λιγότερο δογματικά ζητήματα. Παρακάτω παρατίθενται συνοπτικά:
Κανόνας 1
Καταδικάζει τον ευνουχισμό των κληρικών. Όποιος το έκανε εκουσίως, δεν μπορεί να είναι κληρικός.
Κανόνας 2
Ορίζει ότι νεοκατηχούμενοι πρέπει να παραμένουν επί μακρόν κατηχούμενοι πριν βαπτιστούν και χειροτονηθούν.
Κανόνας 3
Απαγορεύει στους κληρικούς (επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους) να ζουν με γυναίκες, εκτός αν είναι μητέρα, αδελφή ή θεία.
Κανόνας 4
Απαγορεύει χειροτονία επισκόπου χωρίς τη συμμετοχή τριών επισκόπων και την έγκριση του μητροπολίτη.
Κανόνας 5
Αποφασίζει ότι κάθε Επαρχία πρέπει να τηρεί τις συνοδικές αποφάσεις και να υπάρχει τοπική Σύνοδος δύο φορές το χρόνο.
Κανόνας 6
Κατοχυρώνει τα προνόμια των μεγάλων Εκκλησιών: Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ρώμης.
Κανόνας 7
Αναγνωρίζει το αρχαίο προνόμιο της Ιερουσαλήμ ως τιμητικής επισκοπής.
Κανόνας 8
Ορίζει τη θέση των Νοβατιανών, που ήθελαν αυστηρό κανόνα μετανοίας, στην Εκκλησία.
Κανόνας 9 & 10
Απαγορεύουν τη χειροτονία χωρίς έρευνα για προηγούμενες αμαρτίες (κυρίως ειδικές κατηγορίες αμαρτημάτων και εγκλημάτων).
Κανόνας 11–14
Ρυθμίζουν τη μετάνοια για όσους είχαν αρνηθεί την πίστη ή είχαν εκδηλώσει ηθικά παραπτώματα (ιδίως σε περιόδους διωγμών).
Κανόνας 15
Απαγορεύει μετακίνηση επισκόπων ή πρεσβυτέρων από μία επαρχία σε άλλη.
Κανόνας 16
Ρυθμίζει θέματα κληρικών που εγκαταλείπουν τον τόπο τους και προσκολλώνται σε άλλες εκκλησίες.
Κανόνας 17
Καταδικάζει την τοκογλυφία στους κληρικούς.
Κανόνας 18
Καθορίζει τη σειρά λειτουργικής προτεραιότητας των κληρικών και τις ευθύνες τους στο θυσιαστήριο.
Κανόνας 19
Ορίζει τον τρόπο επιστροφής των Παυλιανιστών (παλαιά αίρεση) στην Εκκλησία.
Κανόνας 20
Απαγορεύει τη γονυκλισία τις Κυριακές και από το Πάσχα ως την Πεντηκοστή, λόγω αναστάσιμου χαρακτήρα της ημέρας.
Πολύ ωραία! Ας συνεχίσουμε με δύο ενότητες:
- Σύγκριση του Συμβόλου Πίστεως της Νίκαιας (325) με εκείνο της Κωνσταντινουπόλεως (381)
- Ο ρόλος του Μεγάλου Αθανασίου στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο
Ο ρόλος του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου στη Σύνοδο της Νικαίας
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (296–373 μ.Χ.) ήταν τότε διάκονος και γραμματέας του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, και είχε ήδη συντάξει θεολογικά έργα ενάντια στον Άρειο.
Συμβολή στη Σύνοδο
- Παρόλο που δεν είχε ακόμα επισκοπικό αξίωμα, ο Αθανάσιος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις συζητήσεις και τη διατύπωση του δόγματος.
- Ήταν ο κύριος θεολογικός αντίπαλος του Αρείου, με βαθιά γνώση της Αγίας Γραφής και ισχυρό λόγο.
- Προώθησε ενεργά τη χρήση του όρου ομοούσιος, αν και ο όρος είχε προϊστορία και παρερμηνείες (χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα και από αιρετικούς, όπως οι Σαββαλιανοί).
Μετά τη Σύνοδο
- Το 328 έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας.
- Καθ’ όλη τη ζωή του υπήρξε διωκόμενος για την πίστη του: εξορίστηκε πέντε φορές από αυτοκράτορες που στήριζαν προσωρινά τους αρειανούς.
- Ονομαζόταν “Αθανάσιος κατά κόσμον μόνος” (Athanasius contra mundum) επειδή αγωνίστηκε μόνος, ακόμη και όταν όλος ο κόσμος έδειχνε να κλίνει προς τον Αρειανισμό.
- Θεωρείται πατέρας της Ορθόδοξης Χριστολογίας, αφού θεμελίωσε τη διδασκαλία περί της θείας φύσεως του Χριστού και της σωτηρίας του ανθρώπου.