Ο Άγιος Βολοντίμιρ του Κιέβου (ή Βλαδίμηρος ο Μέγας) είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα του χριστιανισμού στους σλαβικούς λαούς. Έζησε τον 10ο αιώνα και έμεινε γνωστός ως ο ηγεμόνας που εκχριστιάνισε τους Ρως του Κιέβου, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μακραίωνη χριστιανική παράδοση στην Ουκρανία, Ρωσία και Λευκορωσία.
Βιογραφία
Ο Βολοντίμιρ γεννήθηκε γύρω στο 958 και ήταν γιος του Σβιατοσλάβ Α’ του Κιέβου και μιας παλλακίδας, της Μαλούσα. Ήταν εγγονός της Αγίας Όλγας, της πρώτης χριστιανής ηγεμονίδας των Ρως, γεγονός που άσκησε σημαντική επιρροή στην πορεία του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 972, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του. Ο Βολοντίμιρ εξορίστηκε προσωρινά στη Σκανδιναβία, όπου και συγκέντρωσε στρατό Βαράγγων (Σκανδιναβών πολεμιστών). Με τη βοήθειά τους, επέστρεψε και κατέλαβε το Νοβγκορόντ, κι έπειτα νίκησε τον αδερφό του Γιαροπόλκ, εδραιώνοντας την εξουσία του το 980 ως μοναδικός ηγεμόνας των Ρως του Κιέβου.
Η Πορεία προς τον Χριστιανισμό
Κατά τα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του, ο Βολοντίμιρ ήταν παγανιστής και, μάλιστα, προσπάθησε να οργανώσει μια κεντρική εθνική ειδωλολατρική λατρεία με επίκεντρο τον Δία-Περούν, προσπαθώντας να ενώσει τα ετερόκλητα φύλα των Ρως. Ωστόσο, η αναζήτηση μιας πιο συνεκτικής θρησκευτικής ταυτότητας και η επιθυμία να εδραιώσει τη θέση του ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Βυζάντιο, Καθολική Δύση, Ισλάμ) τον οδήγησαν σε θρησκευτική αναζήτηση.
Σύμφωνα με τη «Πρωτοχρονική» (ή «Πρώτη Χρονική») του Νέστορα, ο Βολοντίμιρ έστειλε απεσταλμένους να εξετάσουν τις κύριες θρησκείες της εποχής: τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, τον Ρωμαιοκαθολικισμό και την Ορθοδοξία. Οι απεσταλμένοι του εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από τη λαμπρότητα της θείας λειτουργίας στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, λέγοντας: «Δεν ξέραμε αν ήμασταν στον ουρανό ή στη γη».
Η επιλογή της Ορθοδοξίας και του Βυζαντίου δεν ήταν μόνο θεολογική αλλά και πολιτική. Το 988, ο Βολοντίμιρ βαπτίστηκε στην Κριμαία, στη Χερσώνα (Χερσόνησος Ταυρική) και κατόπιν παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βυζαντίου, σφραγίζοντας μια ιστορική συμμαχία.
Ο Εκχριστιανισμός των Ρως
Μετά τον προσωπικό του εκχριστιανισμό, ο Βολοντίμιρ ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εκχριστιανισμού του λαού του. Διέταξε την καταστροφή των ειδώλων και το βάπτισμα του πληθυσμού του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο, σε μια τελετή που έχει μείνει εμβληματική στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ίδρυσε εκκλησίες και σχολεία, εισήγαγε το κυριλλικό αλφάβητο σε συνεργασία με Βυζαντινούς ιεραποστόλους, και φρόντισε για την κατήχηση του λαού. Χάρη στις ενέργειές του, οι Ρως του Κιέβου εντάχθηκαν στον ορθόδοξο κόσμο, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί βαθιά η πνευματική, πολιτισμική και πολιτική πορεία των ανατολικών Σλάβων.

Θάνατος και Αγιοκατάταξη
Ο Βολοντίμιρ πέθανε το 1015 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στο Κίεβο, την οποία είχε ιδρύσει. Γρήγορα τιμήθηκε ως άγιος και ισαπόστολος, κυρίως λόγω του ρόλου του στη διάδοση του χριστιανισμού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον τιμά στις 15 Ιουλίου (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο, 28 Ιουλίου στο Γρηγοριανό), μαζί με τη γιαγιά του Αγία Όλγα, ως φωτιστές του ουκρανικού και ρωσικού λαού.
Κληρονομιά
Η παρακαταθήκη του Αγίου Βολοντίμιρ είναι τεράστια. Θεωρείται ο «Πατέρας του Χριστιανισμού» στην Ουκρανία, Ρωσία και Λευκορωσία. Το άγαλμά του δεσπόζει στον λόφο του Κιέβου πάνω από τον Δνείπερο και είναι σύμβολο της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας.
Στην εποχή μας, η μνήμη του έχει επαναποκτηθεί ιδιαίτερα στην Ουκρανία, όχι μόνο ως εκκλησιαστική μορφή, αλλά και ως πρόσωπο ενοποιητικό της ιστορικής ταυτότητας του έθνους, πέρα από πολιτικές και γεωστρατηγικές αντιπαραθέσεις.
Αναμφίβολα, ο Άγιος Βολοντίμιρ είναι μια μορφή που συνδυάζει ιστορική διορατικότητα, πολιτική στρατηγική και πνευματικό όραμα, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που ακόμη διαμορφώνει τον πολιτισμό και την πίστη εκατομμυρίων ανθρώπων.








